- Πριαπίσκος
- Πριαπίσκοςdilatormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πριαπίσκος — ὁ, Α 1. διαστολέας ή υπόθετο τού πρωκτού 2. ιατρ. πώμα για τα ρουθούνια 3. περινεϊκός γόμφος 4. το φυτό σατύριον* 5. άλλη ονομασία για το φυτό ερυθρόνιο 6. μικρό ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
Πριαπίσκοι — Πριαπίσκος dilator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαπίσκον — Πριαπίσκος dilator masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαπίσκου — Πριαπίσκος dilator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαπίσκων — Πριαπίσκος dilator masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριαπίσκῳ — Πριαπίσκος dilator masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριαπισκωτός — ή, όν, Α ο κατασκευασμένος σε σχήμα πριαπίσκου, μικρού ανδρικού μορίου, ο όμοιος με ανδρικό αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριαπίσκος + κατάλ. ωτός (πρβλ. λογχ ωτός)] … Dictionary of Greek